Εθνομάρτυρας Κυπριανός
Μια εμβληματική προσωπικότητα θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτη, ενάρετου ανθρώπου με πατριωτισμό και αγάπη για τον λαό του, αποτελεί αδιαμφισβήτητα ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Κυπριανός και όπως προδίδει το επίθετο «Εθνομάρτυρας» που προσκολλάται σ’ αυτόν, μαρτύρησε ηρωικά για το έθνος και την πατρίδα του, αποτελώντας παράδειγμα προς μίμηση για πολλούς ανθρώπους, τόσο της εποχής του, όσο και σήμερα, για τις νεότερες γενιές και ιδιαίτερα προς τη μαθητιώσα νεολαία.
Ο Εθνομάρτυρας Κυπριανός γεννήθηκε το 1759 στο Στρόβολο, στη Λευκωσία. Σε νεαρή ηλικία πήγε στην Ιερά Μονή Μαχαιρά ως δόκιμος, όπου και πήρε το επίθετο «Μαχαιριώτης». Εκεί ο Κυπριανός έμαθε τα πρώτα του γράμματα, μιας και στη Μονή λειτουργούσε τότε σχολή. Το 1783 στάλθηκε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες με τον Αρχιμανδρίτη Χαραλάμπη, με εντολή του ηγούμενου Ιωαννίκιου, για συλλογές εράνων προς απόσβεση των μεγάλων χρεών του μοναστηριού . Ο Αρχιμανδρίτης Χαραλάμπης επιστρέφει από δυο χρόνια, ενώ ο Κυπριανός μένει και με ενθάρρυνση του ηγεμόνα της Βλαχίας, Μιχαήλ Σούτσου χειροτονείται ιερομόναχος το 1783. Επωφελούμενος της παραμονής του στο Ιάσιο (Ρουμανία) φοιτά σε σχολή, όπου διδάσκεται ανώτερα μαθήματα. Με την επιστροφή του στην Κύπρο, προσκολλάται στο μετόχι του μοναστηριού του στον Στρόβολο, όπου αναλαμβάνει τη διοίκηση. Έτσι, είχε αμεσότερη επαφή με την πρωτεύουσα και ειδικότερα με την Αρχιεπισκοπή, όπου προσλαμβάνεται ως οικονόμος. Σε αυτή τη θέση απέδειξε στον τότε Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και στον δραγομάνο Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο τις ικανότητες και τη διπλωματία του, που φαίνεται να επέδειξε και στη Μολδοβλαχία. Ουσιαστικά αυτός βοήθησε στη δύσκολη κατάσταση το 1804 όταν οι Τούρκοι στασίασαν εναντίον του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου και τουρκικός όχλος εναντιώθηκε φανατικά προς το λαό. Τότε, ο Κυπριανός συνεννοήθηκε με τους πρόξενους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και διευθέτησε κατάλληλα την κατάσταση.
Με αυτή του την διπλωματική, σπουδαία πράξη ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος του παραδίδει τη γενική διεύθυνση των πραγμάτων του τόπου. Μετά τον εξορισμό του τελευταίου, τη θέση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, αναλαμβάνει επάξια ο Κυπριανός και αρχίζει αμέσως μεταρρυθμιστικές ενέργειες. Αρχικά, προσπαθεί για την απόσβεση των μεγάλων χρεών της Αρχιεπισκοπής, που ξεπερνούσαν το ενάμισι εκατομμύριο γρόσια και νοιάζεται για τη μόρφωση των Κυπρίων, ιδρύοντας την Ελληνική Σχολή Λευκωσίας (Ελληνομουσείον) απέναντι από το κτήριο της Αρχιεπισκοπής, το σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, αλλά και την Ελληνική Σχολή Λεμεσού. Επίσης, αναλαμβάνει την παροχή εκκλησιαστικών σκευών και εικόνων σε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Στη γενέτειρά του, τον Στρόβολο, επέδειξε μεγάλη έγνοια, αφού οικοδόμησε και επέκτεινε την Παναγία τη Χρυσελεούσα και φρόντισε για το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Ακόμη, μερίμνησε για τη μεταφορά νερού στο χωριό, που ακόμη και σήμερα αναγράφεται ως «το νερόν του δεσπότη».
Ο Κυπριανός με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 ανέλαβε δράση και συμμετείχε ενεργά με τον δικό του τρόπο. Μυήθηκε αμέσως στη Φιλικά Εταιρεία, αλλά δεν συμμετείχε σε εμπόλεμες συγκρούσεις, για να μην εξαγριώσει τους Τούρκους και ειδικότερα τον αιμοχύτη και αδίστακτο, Κουτσούκ Μεχμέτ. Παρόλα αυτά, οι Τούρκοι προχώρησαν σε βιαιότητες και άρχισαν σφαγές αρχιερέων και προκρίτων, με πρώτο τον Κυπριανό, ο οποίος απαγχονιζόμενος παρέδωσε την ψυχή του στον λατρεμένο του Θεό στις 9 Ιουλίου 1821 στην πλατεία Σεραγίου, στη Λευκωσία και στάθηκε με ανδρεία και αξιοπρέπεια μπροστά στον θάνατο και στη βαρβαρότητα. Το γεγονός ότι αρνήθηκε να ακούσει κάποιες συμβουλές για να προσπαθήσει να σώσει τον εαυτό του, καταφεύγοντας στα «κουσουλάτα» (=προξενεία) της Λάρνακας κι απ΄ εκεί διαφεύγοντας στο εξωτερικό, του προσδίδει υπερήφανη στάση, που τήρησε έναντι του Τούρκου αιμοδιψούς κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσούκ Μεχμέτ. Ο ίδιος παρόλο που ένιωθε τον θάνατό του να πλησιάζει, έμενε εκεί «βράχος» και στήριγμα για τον λαό του και τον υπερασπίστηκε με ψυχικό σθένος και ακατάβλητο θάρρος μέχρι τέλους.
«Ξέρω πως ο θάνατός μου δεν είναι μακριά. Περιμένουν κάποια αφορμή για να με ξεκάνουν», έλεγε ο ίδιος. Ο πασίγνωστος ποιητής, Βασίλης Μιχαηλίδης, εμπνευσμένος από τη δυναμική φυσιογνωμία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και τα τραγικά γεγονότα του 1821, έγραψε το φημισμένο ποίημα «Η 9η Ιουλίου» στο οποίο περιγράφεται η εκρηκτικότητα του Κυπριανού με ένα στίχο να με συγκλονίζει ιδιαίτερα «…Σφάξε μας ούλλους τζ΄ιας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν…».
Αυτός, λοιπόν, είναι ο Εθνομάρτυρας Κυπριανός, λαμπρό πρότυπο ενάρετου ανθρώπου και άξιου ηγέτη, που δεν λυγίζει ούτε την τελευταία στιγμή προτού φύγει. Μένει στήριγμα για τον αγαπημένο του λαό και διαχρονικό σύμβολο πατριώτη που θυσιάζεται για το έθνος του. Μόνο περηφάνια μπορώ να νιώθω γι΄ αυτό τον ήρωα, που ήταν Κύπριος και που το σχολείο μου φέρει το όνομά του. Στις μέρες μας, η νεολαία έχει την ανάγκη τέτοιων ανθρώπων-ηρώων, μιας και λείπουν απ΄την εποχή μας. Δε θα σβήσει ποτέ η φλόγα με το όνομά σου χαραγμένο στις καρδιές μας, Κυπριανέ! Αιωνία σου η μνήμη.
Βραβευθείσα εργασία της μαθήτριας Πολυκάρπου Μαρίας (Γ21)
Διαγωνισμός Εκκλησιαστικής Επιτροπής Παναγίας Χρυσελεούσας,
Συμπλήρωση 200 χρόνων από την ίδρυση της, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού.
ΘΕΜΑ: Ο Εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, η παρακαταθήκη του βίου, του έργου και της θυσίας τους τις νεότερες γενεές Κυπρίων και ιδιαίτερα προς τη μαθητιώσα νεολαία.